νέθω

νέθω
(αόρ. έγνεσα) μετ. прясть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νέθω" в других словарях:

  • νέθω — και γνέθω κάνω κλωστή το μαλλί, το βαμβάκι ή το μετάξι, αλλ. κλώθω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέθω — 1. γνέθω, κλώθω 2. παροιμ. «νέθει, νέθ η παπαδιά κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για άτομα οκνηρά και ανίκανα για κάποιο έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε με συμφυρμό τών λ. νέω και νήθω (πρβλ. γνέθω)] …   Dictionary of Greek

  • γνέθω — και νέθω μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω το γ είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν (πρβλ. νεύω γνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • νέσιμο — το γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεσ τού νέθω (πρβλ. μέλλ. νέσω) + κατάλ. ιμο, πρβλ. γνέσ ιμο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»